Κ, κ

Κ, κ
Το δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό kaph (= φοίνικας, παλάμη), το οποίο γραφόταν . Οι Έλληνες έγραφαν το κ σχεδόν αμετάβλητο ως , έως τους κλασικούς χρόνους, οπότε επικράτησε η γραφή Κ. Το παλαιότερο ελληνικό αλφάβητο διέθετε και το γράμμα  (κόππα), που προερχόταν από το σημιτικό qoph (= πίθηκος). Χρησιμοποιούσαν το  αντί του Κ, πριν από τα γράμματα ο, υ, λ, ρ, η· για παράδειγμα, όραξ, ύκνος, λυτός Λορών, επευhόμενος = επευχόμενος (Κρήτη, Μήλος, Θήρα, Λοκρίδα, Βοιωτία, Αττική, Κόρινθος κ.α.). Με την πάροδο του χρόνου όμως, η προφορά των δύο φθόγγων κ και , που άλλωστε ελάχιστα διέφερε, συνέπεσε. Έτσι το , μετά την επικράτηση του ιωνικού αλφαβήτου, έπαψε πλέον να γράφεται. Οι Λατίνοι αρχικά χρησιμοποίησαν τη γραφή Κ, αλλά υπό την επίδραση της ετρουσκικής γλώσσας παρέστησαν με το χαλκιδικό C (= Γ) όχι μόνο τον ηχηρό ουρανικό φθόγγο g αλλά και τον άηχο κ. To C αυτό εξελίχθηκε σε G, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το ηχηρό ουρανικό, ενώ το C αντικατέστησε οριστικά το Κ, το οποίο διατηρήθηκε μόνο σε συντομογραφίες (Κ = Kalendae) ή ξένες λέξεις (Karthago). Στα αλφάβητα των νεολατινικών γλωσσών το Κ είχε την τύχη του λατινικού, ενώ αντίθετα διατηρήθηκε στις γερμανικές και σλαβικές γλώσσες. Από φωνητική άποψη, το κ είναι στιγμιαίος, άηχος, ουρανισκόφωνος ψιλός φθόγγος. Στην αρχαία, όπως και στη νέα ελληνική γλώσσα, το γράμμα κ χρησιμοποιήθηκε για την παράσταση δύο διαφορετικών φθόγγων: του ουρανικού κ, που σχηματίζεται αν το μέσο της γλώσσας έλθει σε επαφή με το μπροστινό μέρος του ουρανίσκου και του υπερωικού κ, που σχηματίζεται, αν το πίσω μέρος της γλώσσας έλθει σε επαφή με το πίσω μέρος του ουρανίσκου. Το κ είναι ουρανικό πριν από τους φθόγγους e και i, ενώ υπερωικό σε κάθε άλλη περίπτωση. Ο αρχαίος ελληνικός φθόγγος κ προέρχεται από τα ινδοευρωπαϊκά , q, q: ινδοευρωπαϊκό *mtom, ελληνικό εκατόν, ινδοευρωπαϊκό *qrevs, ελληνικό κρέας, ινδοευρωπαϊκό *luq os, ελληνικό λύκος.Επίσης, κ προκύπτει από το αντίστοιχο δασύ χ με ανομοίωση (χέχυμαι>κέχυμαι) ή από το αντίστοιχο μέσο γ με αφομοίωση προς το επόμενο άηχο (θέλγω-θελκτικός), ενώ αντίθετα τρέπεται σε γ (πλέκω-πεπλεγμένος) ή χ (πλέκω-επλέχθην). Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται και στη νέα ελληνική, όπου υφίσταται τροπή του χ σε κ μετά τα σ, φ (σκίζω, σκάρα, ευκή), τροπή του κ σε χ πριν από τ (χτίζω) ή σε γ πριν από β, δ (εκβαίνω>εγβαίνω>εβγαίνω>βγαίνω, εκδέρω>γδέρνω). Σε πολλά νεοελληνικά ιδιώματα (Αίγινας, Μεγάρων, Κυκλάδων, Δωδεκανήσου, Κρήτης, Κύπρου) παρατηρείται τροπή του κ σε τσ ή tch πριν από τους φθόγγους e και i (ουρανικό κ): τσεφάλι ή tchεφάλι, τσερί, tchεpi, τσήπος κλπ., ιδίως όταν το κ βρίσκεται στο σύμπλεγμα σκ: τchoινί, στchίζω κλπ. Το φαινόμενο ονομάζεται τσιτακισμός και είναι ανάλογο με την εξέλιξη του λατινικού c στις λατινογενείς γλώσσες. Σε μικρότερη έκταση απαντά και ο καπακισμός, δηλαδή η τροπή των συμπλεγμάτων τ + ι, τ + i σε κ (ουρανικό): μακ’, σπικ’, χαρκί = μάτι, σπίτι, χαρτί (Λέσβος), καθώς και η τροπή του ημιφώνου i σε κ (ουρανικό): δον(τ)-κιa, αρχον(τ)κιά, καρ(δ)κιά = δόντια, αρχοντιά, καρδιά (Κύπρος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”